ἐπιδεικνύω/ἐπιδείκνυμι

ἐπιδεικνύω/ἐπιδείκνυμι
+ V 0-0-1-2-11=14
Is 37,26; Prv 12,17; Est 3,13d; Jdt 8,24; TobS 11,15
A: to display, to exhibit, to show, to point out Is 37,26; to prove, to show, to demonstrate 4 Mc 1,7 M: to show off LtJ 58; to make a display of one’s powers Jdt 8,24

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐπιδεικνύω — ἐπιδείκνυμι exhibit as a specimen pres subj act 1st sg ἐπιδείκνυμι exhibit as a specimen pres subj act 1st sg ἐπιδείκνυμι exhibit as a specimen pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιδεικνύω — (AM ἐπιδείκνυμι και ἐπιδεικνύω) 1. παρουσιάζω, εμφανίζω, προβάλλω κάτι ως δείγμα, ως αξιόλογο για θέα ή ως πειστήριο (α. «επιδεικνύει τα νέα κοσμήματα, ή τα πειστήρια τού εγκλήματος» β. «καλὴν εἰκάσας γραφῇ γυναῖκα ἐπεδείκνυεν») 2. εμφανίζω και… …   Dictionary of Greek

  • δείχνω — και δείχτω (AM δείκνυμι και δεικνύω) 1. υποδεικνύω, εντοπίζω κάποιον ή κάτι τείνοντας προς το μέρος του τον δείχτη του δεξιού χεριού («δείξε στον χάρτη το χωριό σου», «δεῑξαι Άλέξανδρον... Μενελάῳ») 2. φανερώνω, προβάλλω, αποκαλύπτω (α. «το… …   Dictionary of Greek

  • παρεπιδείκνυμι — Α [επιδείκνυμι] 1. δείχνω κάτι παράλληλα, ταυτόχρονα με κάτι άλλο 2. επιδεικνύω κάτι σε κάποιον 3. μέσ. α) φανερώνω, εκδηλώνω, εκθέτω τις ιδέες μου β) (με μειωτ. σημ.) επιδεικνύομαι, κάνω επίδειξη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”